γλουτοῦ

γλουτοῦ
γλουτός
buttock
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπογλουτίς — ίδος, ἡ, Α το σημείο όπου συνδέονται, εξωτερικά, οι γλουτοί με τους μηρούς («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῡ τὸ ἐντὸς περίνεος, μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῡ τὸ ἔξω ὑπογλουτίς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλουτός + επίθημα ίς] …   Dictionary of Greek

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

  • περίνεο(ν) — το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α η περιοχή που αποτελεί τη βάση τής ελάσσονος πυέλου, δηλαδή τής μικρής λεκάνης, στο επίπεδο τής οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῡ τὸ ἐντός,… …   Dictionary of Greek

  • περιφέρεια — η 1. κλειστή κυκλική γραμμή: Η περιφέρεια του κύκλου. 2. μτφ., εδαφική έκταση όπου ασκείται η εξουσία κάποιας αρχής: Εκπαιδευτική περιφέρεια. – Εκλογική περιφέρεια. 3. διαστάσεις του γλουτού κυρίως της γυναίκας: Έχει μεγάλη περιφέρεια, γι αυτό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”